ἐκπερισπασμός

ἐκπερισπασμός
ἐκπερισπασμός
a right-about-face
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκπερισπασμός — ἐκπερισπασμός, ο (Α) στρατιωτικός ελιγμός τού ιππικού κατά τον οποίο οι στρατιώτες από τη θέση τής αντιμετωπίσεως τού εχθρού απ όλες τις πλευρές άλλαζαν θέση ώστε να τόν αντιμετωπίσουν προς μία μόνο κατεύθυνση …   Dictionary of Greek

  • ἐκπερισπασμῶν — ἐκπερισπασμός a right about face masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπερισπασμόν — ἐκπερισπασμός a right about face masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”